Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ ... Στο Μεταξουργείο....

Έτσι σαν περίεργα και ξάφνου να βρίσκεσαι σε μια άλλη εποχή...

Σαν να πάτησες κατά λάθος, το σωστό κουμπί σε μια αλλόκοτη μηχανή του χρόνου...

Μεγάλη πόρτα θα διαβείς, εγώ στο λέω. Κι αν λέγω ψέμματα, έλα να με βρεις...

Κοιτάς την εφημερίδα, αυτή που βρήκες διπλωμένη στο χέρι σου. Σωτήριον έτος 1889. Δεν καταλαβαίνεις από πού όλες αυτές οι μυρωδιές. Μπαχάρια, σαρδέλες, σαλάμια, τυριά. Ένα σακί φασόλια κι ένα φακές στο πλάι της πόρτας. Στο πίσω του τοίχου, κονσέρβες, κονσέρβες, κονσέρβες. Και σαπούνια. Μοσχοσάπουνα για τα κορμιά και τ'ασπρόρουχα. Δεν μπορείς να μη σκεφτείς πόσο πολύ θέλεις το χέρι σου να βυθίσεις στα σακιά. Δεν μπορείς να πεις όχι σ' ένα ποτήρι κρασί. Δεν μπορείς....

Λες, να κάτσω, να πιω το κρασί μου εκεί δα στο έξω του δρόμου, να ξαποστάσω. Τόσα χρόνια πίσω με πήγαν οι θύμησες. Και νάσου σίφουνας ορμά στο τραπεζάκι σου ο κυρ Παντελής κι ο Ζήκος αντάμα, να τσακώνονται ποιος να σε εξυπηρετήσει πρώτος, τέτοιαν όμορφη κοπέλα, πώς να πω....

"Χρυσές Καρδιές" γράφει η ταμπέλα, το βλέπεις. Και μέχρι τα μάτια ένα καρέ να διασχίσουν, ίσα με ένα από δαύτα του σινεματόγραφου, ώπα κι όλα αλλάζουν. "Ακροβάτης", λέει, κι εσύ ακόμα ακούς 

"Μπααααα, τη βρήκες την πόρτα λεβέντη;"
"Σταμάτα Ζήκο γιατί θα προβώ σε ωμότητες...." 

Για σιγά, για σιγά...

Τι σιγά που έφτασες στο 2014, κι ανάσα δεν πρόλαβες να πάρεις. Ίδιος ο χώρος, ορκίζεσαι πως, αν ψάξεις, θα βρεις φακές στο πάτωμα που κάποιος πρόλαβε και μάζεψε, ίσα να σε γελάσει. Πού είναι το ζύγι, δίπλα στο τηλέφωνο; Πού είναι οι κονσέρβες και τα μοσχοσάπουνα; Και τι είναι αυτός ο θόρυβος, τρένο μοιάζει, τρένο; τρένο μέσα σε τοίχους πάει; δεν πάει...

Πάει... 

Εξπρές μάλιστα! Πάει να πει, γρήγορο. Τόσο γρήγορο, όσο και το ταξίδι σου στο χρόνο. Κι αυτό τέτοιες ράγες να διαβαίνει. Πότε με οδηγό τον έρωτα, πότε την ιστορία, και καύσημα πάντα το συναίσθημα. Αυτό το πολύτιμο λάδι της ψυχής. Να νοστιμεύουν οι μνήμες, να μαγειρεύονται οι λέξεις, να κινούνται οι ψυχές.

Αργυρώ Καπαρού, Σταύρος Σιόλας. Με δυο λέξεις, έλα, πάμε. Πάμε να βρούμε ένα χαμόγελο και μια ζέστη, από εκείνες τις παλιές, που δεν χρειάζονται πόζες και συστάσεις. Αφού ήρθες, είσαι φίλος. Και γνώριμος. Κι εσύ και η παρέα σου. Να και οι μουζικάντηδες. Φρέσκοι σαν γιασεμιά. Ευαγγελία Μαυρίδου, Άννα Λάκη, Στέλιος Φραγκούς. 


Και νάσου λες άνθρωποι χαμογελαστοί, τόσο αέρινοι σα διάφανοι να σε εξυπηρετούν....

Και λες, να πιω ένα κρασί, κι ένα μεζέ να πάρω, έτσι, όχι ξεροσφύρι, όχι, τίποτα στη ζωή δε πρέπει ξεροσφύρι να κατεβαίνει, ούτε καν οι πίκρες μα κι αυτό, άλλο θέμα...

Δε γνωρίσαμε τους υπεύθυνους. Όχι προχτές. Μεθυσμένοι ήμασταν από φωνές και νότες. Την επόμενη φορά. Να χρωστάμε. Να 'χουμε λόγο να βρισκόμαστε εκεί, ανάμεσα σε τούτα τα ψηλά ντουβάρια, ανάμεσα σε τούτους τους μερακλήδες, το δίχως άλλο, ανθρωπάδες. Γιατί, χωρίς μεράκι, δε ξημερώνει ευθεία ο καιρός, έτσι λέγω....

Χ. Π. 




ΒΓΑΙΝΩ